απολιπαίνω

απολιπαίνω
μετ.
1) обезжиривать; 2) очищать от жиров

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απολιπαίνω" в других словарях:

  • απολιπαίνω — (Α ἀπολιπαίνω) νεοελλ. αφαιρώ το λίπος, καθαρίζω από τις λιπαρές ουσίες αρχ. επαλείφω με λάδι …   Dictionary of Greek

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»